ταυρείναι

ταυρείναι
αἱ, Α
βλ. ταυρίνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταυρίνη — (I) και ταυρείνη, ἡ, Μ, και μόνον στον πληθ. ταυρεῑναι, αἱ, Α είδος υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taurina (< taurus «ταύρος»)]. (II) η, Ν (βιοχ.) μη καρβοξυλικό αμινοξύ το οποίο προέρχεται από το κυστεϊνικό οξύ και τού οποίου η λειτουργία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”